- αὐτοτελεῖς
- αὐτοτελήςending in itselfmasc/fem acc plαὐτοτελήςending in itselfmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… … Dictionary of Greek
κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… … Dictionary of Greek
Прокл философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Прокл, философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ХРИСИПП — ХРИСИПП (Χρύσιππος) из Сол (ок. 278 ок. 205 н. э.), третий схоларх Стой и крупнейший представитель стоицизма, ученик и преемник Клеанфа. Жизнь. Единственное определенное хронологическое свидетельство «Хроники» Аполлодора (SVF II 1 = D. L … Античная философия
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή … Dictionary of Greek
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek